- κηδεμονικός
- -ή, -ό (ΑΜ κηδεμονικός, -ή, -όν)[κηδεμών]αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην κηδεμονίααρχ.1. αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («κηδεμονικός φίλος», Πολ.)2. το ουδ. ως ουσ. το κηδεμονικόνη κηδεμονία.επίρρ...κηδεμονικώς (ΑΜ κηδεμονικῶς)νεοελλ.από την άποψη κηδεμονίαςαρχ.προνοητικά, κατά τρόπο κηδεμονικό.
Dictionary of Greek. 2013.